-
1 αγιος
31) священный(ἱερόν Her., Xen.; πατρίς Plat.; ὅρκος Arst.)
2) посвященный(ἱερὸν ἅγιον τοῦ Ποσειδῶνος Plat.; νηὸς Ἥρης ἅ. Luc.)
3) святой, благочестивый, праведный Arph. etc.
1 αγιος
(ἱερόν Her., Xen.; πατρίς Plat.; ὅρκος Arst.)
(ἱερὸν ἅγιον τοῦ Ποσειδῶνος Plat.; νηὸς Ἥρης ἅ. Luc.)